- συνυπαιτιότητα
- [-ης (-ητος)] η сообщничество, соучастие; общая вина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνυπαιτιότητα — η, Ν [συνυπαίτιος] το να είναι κανείς συνυπαίτιος, να ευθύνεται για κάτι από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek